- αττικάρχης
- οκομματάρχης της Αττικής, δημοφιλής πολιτικός της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αττική + -άρχης*. Η λ. στον πληθ., αττικάρχαι, οι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.